ἀνδροφθόρον

ἀνδροφθόρον
ἀνδροφθόρος
man-destroying
masc/fem acc sg
ἀνδροφθόρος
man-destroying
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανδροφθόρος — ἀνδροφθόρος, ον (Α) 1. φονικός 2. (προπαροξ. φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» αίμα σκοτωμένου …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”